- αλλοιόμορφος
- -η, -ο (Α ἀλλοιόμορφος, -ον)αυτός που έχει μεταβαλλόμενη μορφή, ο παράδοξος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + -μορφος < μορφή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλλοιομόρφους — ἀλλοιόμορφος strangely formed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιομόρφῳ — ἀλλοιόμορφος strangely formed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιόμορφοι — ἀλλοιόμορφος strangely formed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοίος — ἀλλοῖος, α, ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος) 1. ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, αλλιώτικος, διαφορετικός 2. (κατ’ ευφημισμό) αντί τού κακός 3. ο υποκείμενος σε διαφοροποίηση 4. επίρρ. άλλοίως, κατά άλλο τρόπο, διαφορετικά (στον… … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek